φιλαμαρτήμων

φιλαμαρτήμων
-ον, ΜΑ
αυτός που αγαπά την αμαρτία («μυσαρᾱς ἡδονῆς τὰ κύματα φέρει τοὺς φιλαμαρτήμονας εἰς Ἅδου πυθμένα», Κύριλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -αμαρτήμων (< ἁμάρτημα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιλαμαρτήμων — loving sin masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαμαρτήμονα — φιλαμαρτήμων loving sin neut nom/voc/acc pl φιλαμαρτήμων loving sin masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαμαρτημόνων — φιλαμαρτήμων loving sin gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαμαρτήμονας — φιλαμαρτήμων loving sin masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαμαρτήμονες — φιλαμαρτήμων loving sin masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαμαρτήμονι — φιλαμαρτήμων loving sin dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαμαρτήμονος — φιλαμαρτήμων loving sin gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαμαρτήμοσι — φιλαμαρτήμων loving sin dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαμαρτήμοσιν — φιλαμαρτήμων loving sin dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • грѣхолюбивыи — (2*) пр. Любящий греховное, склонный к греху: Моисѣискую поминающи ѡ д҃ше десницю. бѣжи грѣхолюбиваго ѥгупта. КТурКан XII сп. XIV, 219 об.; Сего ради да не будеть в васъ никто же всепагубно дерзъ. ласкордьству˫а на сластолюбие. грѣхолюбивъ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”